Μετά τον αρχικό ενθουσιασμό με τα γκάτζετ και τα
social media, καλό θα ήταν να καθιερώσουμε ένα νέο savoir vivre με τα «πρέπει»
και τα «δεν» του Διαδικτύου.
Στα μισά της θεατρικής παράστασης, την ώρα που η μία πρωταγωνίστρια καταριόταν την
άλλη να λιώνει σαν το κερί, ο κοστουμαρισμένος κύριος που καθόταν μπροστά μου έβγαλε ένα tablet και άρχισε να
ενημερώνεται για τα σκορ των ποδοσφαιρικών αγώνων από αθλητικό σάιτ.
Καθένας με τις έγνοιες του, σκέφτηκα, απορώντας την ίδια στιγμή με την
ανυπομονησία του, με την αδιαφορία του για
ένα έργο που είχε (υποθέτω) επιλέξει να παρακολουθήσει, αλλά και με την
αδιαφορία του για τους υπόλοιπους θεατές, τη συγκέντρωση των οποίων διατάρασσε
με τις κινήσεις του.
Στο διπλανό κάθισμα, η (υποθέτω) κόρη του έστελνε μηνύματα με το
κινητό της. «Οσονούπω οι άνθρωποι θα επικοινωνούμε όχι με συσκευές, αλλά με εμφυτεύματα στον εγκέφαλό μας και
εσύ θα εξακολουθείς να απορείς για τα πώς και τα γιατί, ζωντανό απομεινάρι της
εποχής του σιδήρου» σχολίασε η Αννα στην
οποία μετέφερα το συμβάν: «Πάρ' το απόφαση, βρισκόμαστε στον 21ο αιώνα και η
κοινωνία της πληροφορίας καθορίζει τον τρόπο ζωής μας, τη συμπεριφορά μας, τα
πάντα». Εχει δίκιο. Eξακολουθώ, όμως, να
τρομάζω μπροστά στις εξαρτήσεις και στις υπερβολές.
Το γράφω για να το
διαβάζω και εγώ που ξυπνώ και κοιμάμαι
αγκαλιά με το tablet μου, με τη δικαιολογία ότι ως δημοσιογράφος πρέπει να
ενημερώνομαι για τις εξελίξεις. Ανάμεσα στις εξελίξεις παίζω, εννοείται,
μερικές παρτίδες Angry Βirds (έχω κολλήσει στην ίδια πίστα εδώ και εβδομάδες
και μου έχουν σπάσει τα νεύρα!), «κουτσομπολεύω» στο Facebook, αγοράζω
παπούτσια που δεν χρειάζομαι, αλλά τα βρήκα σε καλή τιμή στο eBay, βλέπω
βιντεάκια με απρόοπτα σε γάμους (αγαπημένο μου, εκείνο όπου νύφη και παπάς
παραπατούν και πέφτουν στην πισίνα), ανεβάζω και μερικές φωτογραφίες στο
Instagram. Οπότε, μήπως έχω νοσήσει και
εγώ, γιατρέ μου;
Αν μη τι άλλο, την περνάω σχετικά ελαφρά την επιδημία:
ανήκω στους λίγους οι οποίοι στο θέατρο και στον κινηματογράφο εξακολουθούν να
απενεργοποιούν τις ηλεκτρονικές συσκευές τους. Και όταν βγαίνω για φαγητό
(συνήθως) δεν αφήνω το τηλέφωνο επάνω στο τραπέζι, δίπλα στο τζατζίκι - κυρίως
από φόβο μη λερωθεί, γιατί το είχα αγοράσει μια περιουσία. Κάτι είναι και αυτό, όχι;
Επίσης, έχω φίλους που δεν διαθέτουν ιντερνετική
σύνδεση στο κινητό τους - σπάνιες περιπτώσεις. Από τη μία τους ζηλεύω που
δεν μοιράζονται την καθημερινότητά τους με έναν άνθρωπο που ακούει στο
ανατριχιαστικό όνομα Μαρκ Ζούκερμπεργκ,
δεν εξαρτούν την ψυχική τους ισορροπία από κάθε νέο update της Apple, δεν
συναρτούν τις αποφάσεις τους από τα αποτελέσματα αναζήτησης της Google, είναι
ελεύθεροι!
Όμως, ενίοτε απορώ με τη
νεαντερτάλια επιμονή τους να είναι εκτός
εποχής: να μην εκσυγχρονίζονται, έστω στον βαθμό που το κάνω και εγώ,
διατηρώντας δηλαδή μερικές από τις καλές συνήθειες του πολιτισμένου παρελθόντος
μας όπως το «όταν τρώμε, δεν μιλάμε» ή εν προκειμένω το «όταν τρώμε, δεν
"σερφάρουμε"». Θεωρώ, με λίγα λόγια, ότι όσο και αν ηράσθημεν το Internet, τώρα που ο αρχικός ενθουσιασμός
έχει καταλαγιάσει και μπορούμε να δούμε
τα πράγματα με μεγαλύτερη ψυχραιμία, πρέπει να πάρουμε τις αποστάσεις που χρειάζονται, να βάλουμε όρια, να καθιερώσουμε το νέο savoir vivre που
θα μας επιτρέψει να συμβιώνουμε χωρίς εντάσεις. Δεν αναφέρομαι μόνο στο πότε
απενεργοποιούμε κινητά και tablets - σε θέατρο
και κινηματογράφο οπωσδήποτε, γιατί μας είναι τόσο δύσκολο να το
καταλάβουμε και να το εφαρμόσουμε; - αλλά και στο πώς επικοινωνούμε με τους πιο δικούς μας ανθρώπους.
Η εικόνα των οικογενειών
που έχουν βγει για καφέ ή για φαγητό και άπαντες,
γονείς και παιδιά, είναι βυθισμένοι στην οθόνη του κινητού τους (ενίοτε
φορώντας και ακουστικά ώστε η απομόνωση
να είναι απόλυτη) είναι η πλέον χαρακτηριστική της ζημιάς που μπορεί να
προκαλέσει η τεχνολογία όταν δεν γίνει
σωστή χρήση της. Και είναι μια εικόνα που όσο πιο συνηθισμένη γίνεται, τόσο
περισσότερο επιβεβαιώνει αν όχι το τέλος της οικογένειας (όχι στην
ελληνορθόδοξη συντηρητική εκδοχή της, αλλά με την έννοια ενός κυττάρου
συναισθηματικής διασύνδεσης, αλληλοβοήθειας, έγνοιας και επικοινωνίας), τη
μετατροπή της σε μια υποχρεωτική, αλλά αφόρητα βαρετή συνεύρεση ανθρώπων που δεν έχουν τίποτε να πουν μεταξύ τους.
Εκτός ίσως από το να κάνει ο καθείς like στο προφίλ του άλλου.
- Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου