Είμαι βέβαιος ότι αυτή η ερώτηση αντηχεί
πολύ γνώριμη στα αυτιά όλων μας. Στους μεν γονείς επειδή ζουν με μια μόνιμη αγωνία αν το παιδί «πούντιασε στο
σχολείο», στους δε παιδίατρους γιατί αυτοί είναι οι μόνιμοι αποδέκτες αυτής
της ερώτησης.
Από
την πρώτη στιγμή που έρχεται ένα μωρό στη ζωή, οι γονείς κατακλύζονται από νουθεσίες που αφορούν στο ντύσιμο του βρέφους και
κυρίως στην σημασία που πρέπει να δώσουν σε αυτό, ώστε το «μωρό να μην κρυώνει
γιατί μπορεί να αρρωστήσει». Ο όρος «κρύωμα»
λοιπόν προέρχεται από την θεωρία ότι η έκθεση στο κρύο ή στον κρύο αέρα μπορεί
να προκαλέσει νόσο. Υπάρχει άραγε κάποια δόση αλήθειας σε αυτό; Ναι υπάρχει,
μόνο που αυτό από μόνο του, δεν αρκεί για να αρρωστήσει ένα παιδί.
Όλα
ξεκινούν από την κοινή παραδοχή ότι τον
χειμώνα αρρωσταίνουμε περισσότερο, ενώ η γρίπη εμφανίζεται επίσης τους
χειμερινούς μήνες όπου έχουμε και το δυσάρεστο αίσθημα του ψύχους. Οι
περισσότεροι επίσης που πάσχουν από συμπτώματα
γριπώδους συνδρομής αναφέρουν ότι 1-2 ημέρες πριν την έναρξη των
συμπτωμάτων είχαν ένα αίσθημα ευαισθησίας στο κρύο. Αυτά όλα κάτι σημαίνουν και
πιθανόν συνδέονται μεταξύ τους, όμως η εξήγηση έρχεται από επιστημονικά
δεδομένα και όχι από δοξασίες.
Το
πρώτο πράγμα που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε είναι ότι οι όροι ίωση και κρύωμα στην καθημερινότητα είναι ταυτόσημοι. Τα συμπτώματα που αφορούν κυρίως τις λοιμώξεις του
ανώτερου αναπνευστικού (καταρροή, πονόλαιμος, δακρύροια), οφείλονται σε
προσβολή από ιούς οι οποίοι μεταφέρονται από άνθρωπο σε άνθρωπο στα πλαίσια των
κοινωνικών μας επαφών, ενώ από την άλλη μεριά δεν διατρέχουμε κανένα κίνδυνο
όταν κινούμαστε σε ανοιχτούς χώρους. Τους χειμερινούς μήνες, ο συγχρωτισμός σε
μικρούς κλειστούς χώρους αυξάνει την πιθανότητα επαφής με τους ιούς, ενώ η
συμμετοχή των μικρών παιδιών σε ομαδικές δραστηριότητες (παιδικός σταθμός,
σχολείο, παιδότοποι, πάρτυ), αυξάνουν πολύ την μεταδοτικότητα μεταξύ των
παιδιών και από αυτά στη συνέχεια σε γονείς και φίλους. Τέλος, όταν ασχοληθούμε
με την επιδημιολογία των ιογενών λοιμώξεων θα διαβάσουμε διάφορες φράσεις του
τύπου: «Εμφανίζεται κατά τους Χειμερινούς και Ανοιξιάτικους μήνες προκαλώντας
επιδημίες» ή «εμφανίζεται το Φθινόπωρο». Άρα λοιπόν, υπάρχουν εποχές που
ευνοούν τον πολλαπλασιασμό τους και είναι γεγονός επίσης ότι οι περισσότεροι
προτιμούν τους ψυχρούς μήνες του έτους.
Ποιός
είναι όμως ο ρόλος της θερμοκρασίας του
περιβάλλοντος σε αυτή τη διαδικασία;
Αρχικά
πρέπει να εξηγήσουμε μερικά βασικά χαρακτηριστικά που διέπουν την λειτουργία
του αναπνευστικού. Το αναπνευστικό σύστημα (από την μύτη μέχρι τους πνεύμονες)
καλύπτεται από ένα λεπτό στρώμα βλέννης η οποία έχει ως βασικό σκοπό να
εγκλωβίζει μικροσωματίδια , ιούς και βακτηρίδια, πριν αυτά έρθουν σε επαφή με
το βλενογόννο. Τη βλέννη αυτή την μετακινεί το κροσσωτό επιθήλιο που κινείται
όπως τα φύκια στο βυθό, με ρυθμικές κινήσεις προς τα έξω, έτσι ώστε όλα τα
βλαπτικά αυτά συστατικά να αποβληθούν από τον οργανισμό. Όταν εκτεθεί ένα άτομο
σε χαμηλές θερμοκρασίες, το λεπτό αυτό στρώμα της βλέννης γίνεται πιο
παχύρευστο και κατά συνέπεια δυσκίνητο και έτσι χάνει την ικανότητα να διώχνει
προς τα έξω τον εισβολέα (ιό).
Η
ρινική κοιλότητα διαθέτει και άλλη ιδιότητα. Καθώς ο κρύος αέρας εισέρχεται
στην μύτη, σε κλάσματα του δευτερολέπτου και μέσω διαστολής των τριχοειδικών
αγγείων, η θερμοκρασία του αυξάνεται ώστε να καταλήξει στους πνεύμονες
θερμότερος. Αυτή τη διαστόλή των αγγείων προκαλεί αύξηση στην παραγωγή βλέννης
η οποίο είναι ιδιαίτερα παχύρευστη και κατά συνέπεια λιγότερο αποτελεσματική.
Είναι χαρακτηριστική η εμπειρία που είχαμε κάποια στιγμή όλοι μας όπου
νοιώθουμε να ‘τρέχει η μύτη’ μας μετά από έκθεση σε πολύ ψυχρό αέρα. Επίσης
είναι πολύ δυσάρεστη η εμπειρία ατόμων με αγγειοκινητική ρινίτιδα, όπου η
έκθεση σε ψυχρό αέρα δημιουργεί σε δευτερόλεπτα ρινική απόφραξη από οίδημα του
ρινικού βλεννογόνου. Oι παραπάνω διεργασίες γίνονται αυτόματα και σε πολύ λίγο
χρόνο και έχουν αρνητική επίπτωση στην τοπική άμυνα του αναπνευστικού. Αυτό
όμως από μόνο του δεν αποτελεί αίτιο για να νοσήσει ένα άτομο. Απαραίτητη
προϋπόθεση, όπως αναφέραμε, αποτελεί η έκθεση στον ιό.
Αυτός
ο παράγοντας έχει μελετηθεί διεξοδικά εδώ και πολλά χρόνια. Σε μελέτη που
πραγματοποιήθηκε στον πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια των ΗΠΑ, υγιείς ενήλικοι
εκτέθηκαν σε ιδιαίτερα χαμηλές θερμοκρασίες φορώντας ελαφριά ρούχα και
αποδείχτηκε ότι δεν παρουσίασαν αυξημένη πιθανότητα να εμφανίσουν συμπτώματα
από το αναπνευστικό. Το πιο χαρακτηριστικό όμως παράδειγμα αποτελεί μία
παρατήρηση στην Ανταρκτική όπου ομάδα Αμερικανών ερευνητών οι οποίοι ζούσαν σε
συνθήκες απομόνωσης δεν ανέπτυξαν καμία νόσο μέχρι τη στιγμή που δέχτηκαν
επισκέψεις από άλλους ερευνητές που ζούσαν στις ΗΠΑ.
Όλα
τα παραπάνω οδηγούν στα εξής συμπεράσματα:
1) Για να αναπτυχθεί
οποιαδήποτε αναπνευστική νόσος, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η επαφή με κάποιον
ιό ή βακτήριο
2) Η πιθανότητα επαφής είναι
ανάλογη του χρόνου που διαβιώνουμε σε συνθήκες συγχρωτισμού
3) Αν υπάρξει έκθεση, η
παρατεταμένη έκθεση στο κρύο, μπορεί να αυξηθεί η πιθανότητα εμφάνισης νόσου.
Δεν χρειάζεται λοιπόν να κλεινόμαστε στα σπίτια μας τον χειμώνα. Απαιτείται καλή υγιεινή
στα χέρια (μείωση μετάδοσης), καλός αερισμός στους κλειστούς χώρους (μείωση
μετάδοσης) και ρουχισμός ανάλογα με την θερμοκρασία διαβίωσης έτσι ώστε να
νοιώθουμε άνετα χωρίς να φτάνουμε σε
ακρότητες. Το κρύο λοιπόν δεν αποτελεί από μόνο του αίτιο που μπορεί να
προκαλέσει νόσο. Οι κοινωνικές μας επαφές σε κλειστούς μη αεριζόμενους χώρους
οδηγούν στην μετάδοση και ανάπτυξη των ιώσεων.
Ας
ξεχάσουμε λοιπόν τον όρο «κρύωμα» και
ας υιοθετήσουμε τον όρο «ίωση» ή «κοινό κρυολόγημα», όταν θέλουμε να
αναφερθούμε σε συμπτώματα λοίμωξης του αναπνευστικού, όπου κυριαρχεί η καταρροή, η φαρυγγαλγία και η δακρύροια.
- Νίκος Σπυρίδης – Παιδίατρος – Λοιμωξιολόγος
- Από το https://www.bloglovin.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου